- άκλεφτος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που δεν κλέφτηκε: Δεν είχαν αφήσει μαγαζί άκλεφτο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
άκλεφτος — η, ο (Α ἄκλεπτος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν κλέβει 2. εκείνος που δεν τόν έχουν κλέψει, που δεν έχει υποστεί κλοπή αρχ. αυτός που δεν εξαπατά, ο τίμιος (Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κλέπτω] … Dictionary of Greek